- μιμούμαι
- (ΑΜ μιμοῡμαι, -έομαι) [μίμος]1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)2. (για ηθοποιό) υποδύομαινεοελλ.-μσν.παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμαμσν.1. ομοιάζω2. παρομοιάζω3. φρ. «μιμοῡμαι τὴν χεῑρα τινος» — πλαστογραφώαρχ.1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.