μιμούμαι

μιμούμαι
(ΑΜ μιμοῡμαι, -έομαι) [μίμος]
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῡμαι τὴν χεῑρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιμούμαι — μιμούμαι, μιμήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μιμούμαι — μιμήθηκα 1. προσπαθώ να συμπεριφερθώ όπως κάποιος άλλος ή αντιγράφω τις κινήσεις, τους μορφασμούς, τη φωνή κτλ. κάποιου άλλου: Μιμείται φωνές πουλιών. 2. παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως παράδειγμα και τον απομιμούμαι: Αυτός ο ζωγράφος μιμείται τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιμοῦμαι — μῑμοῦμαι , μιμέομαι imitate pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμιτάρω — μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. imitare < λατ. imitor «μιμούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αγγλίζω — μιμούμαι τους Άγγλους στη γλώσσα, στα ήθη ή στους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνικό Άγγλος. ΠΑΡ. αγγλισμός] …   Dictionary of Greek

  • αγγλοφέρνω — μιμούμαι τους τρόπους και τις συνήθειες τών Άγγλων, συμπεριφέρομαι όπως αυτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φέρνω*] …   Dictionary of Greek

  • γαλλοφέρνω — μιμούμαι τρόπους συμπεριφοράς τών Γάλλων …   Dictionary of Greek

  • καθολικίζω — μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. τής μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό] …   Dictionary of Greek

  • αμερικανίζω — μιμούμαι τους τρόπους των Αμερικανών: Πήγε για λίγο στην Αμερική κι άρχισε να αμερικανίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλλίζω — μιμούμαι τους Γάλλους, χρησιμοποιώ στο λόγο μου λέξεις ή φράσεις της γαλλικής γλώσσας: Μελετάει από μικρός τη γαλλική γλώσσα και συνήθως γαλλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”